Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τῇ προσεδρείᾳ

См. также в других словарях:

  • προσεδρεία — προσεδρείᾱ , προσεδρεία sitting by fem nom/voc/acc dual προσεδρείᾱ , προσεδρεία sitting by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρείᾳ — προσεδρείᾱͅ , προσεδρεία sitting by fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

  • προσεδρείας — προσεδρείᾱς , προσεδρεία sitting by fem acc pl προσεδρείᾱς , προσεδρεία sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρείαν — προσεδρείᾱν , προσεδρεία sitting by fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρίαι — προσεδρεία sitting by fem nom/voc pl προσεδρίᾱͅ , προσεδρεία sitting by fem dat sg (attic doric aeolic) προσεδρία fem nom/voc pl προσεδρίᾱͅ , προσεδρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρεῖαι — προσεδρεία sitting by fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρείαις — προσεδρεία sitting by fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρίης — προσεδρεία sitting by fem gen sg (epic ionic) προσεδρία fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρία — προσεδρίᾱ , προσεδρεία sitting by fem nom/voc/acc dual προσεδρίᾱ , προσεδρεία sitting by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προσεδρίᾱ , προσεδρία fem nom/voc/acc dual προσεδρίᾱ , προσεδρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεδρίας — προσεδρίᾱς , προσεδρεία sitting by fem acc pl προσεδρίᾱς , προσεδρεία sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) προσεδρίᾱς , προσεδρία fem acc pl προσεδρίᾱς , προσεδρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»